- τηλεκλειτός
- και τηλεκλητός, -ή, -όν, θηλ. και -ός Ααυτός τού οποίου το κλέος, η φήμη φθάνει μακριά, ένδοξος, ξακουστός (α. «Φοίνικος κούρης τηλεκλειτοῑο», Ομ. Ιλ.β. «τηλεκλειτόν τ' Ἐφιάλτην», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)-* + κλειτός (Ι) «ένδοξος» (πρβλ. ναυσι-κλειτός)].
Dictionary of Greek. 2013.